Με βάση το άρθρο 26(1) της Κ.Δ.Π. 438/2021, για να διαπιστωθεί εάν το διακριτικό Β2 πληρείται, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει μετατροπή υφιστάμενης ή προσδοκώμενης ροής εισοδημάτων σε κεφάλαιο, δωρεά, ή άλλη κατηγορία εσόδων που φορολογείται σε πιο χαμηλή ή άλλη μη φορολογητέα/απαλλασσόμενη μορφή. Επιπλέον, στο άρθρο 26(2) της Κ.Δ.Π 438/2021 αναφέρεται ότι για να εξακριβωθεί εάν υπάρχει μετατροπή υφιστάμενης ή προσδοκώμενης ροής εισοδημάτων, θα πρέπει να γίνει σύγκριση μεταξύ του ποσού του φόρου που θα ήταν πληρωτέος, εάν η μετατροπή των εισοδημάτων δεν πραγματοποιείτο, με το ποσό του οφειλόμενου φόρου, εάν υπάρχει. Παρ’ όλο που δεν προκύπτει ροή εισοδημάτων με την αυστηρά νομική της μορφή, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι το λεκτικό του διακριτικού Β2 δεν περιορίζεται μόνο στην μετατροπή της ροής αλλά εξετάζει και το φορολογικό αντίκτυπο. Επιπλέον, τονίζεται ότι η ανάλυση θα πρέπει να διεξάγεται υπό το πρίσμα του διακριτικού. Το εν λόγω διακριτικό υπόκειται στο κριτήριο του κυρίου οφέλους, που καταδεικνύει ότι η εξέταση θα πρέπει να εστιάζει επίσης στις φορολογικές επιπτώσεις μίας ρύθμισης και όχι μόνο στις συναλλαγές και τα νομικά βήματα που λαμβάνονται. Συνεπώς, εάν υπάρχει κεφαλαιοποίηση δανείου εισπρακτέου που φέρει μηδενικό τόκο και για το οποίο γίνεται αναπροσαρμογή με βάση την αρχή των εμπορικών συναλλαγών στη φορολογική επικράτεια του δανειοπάροχου/πιστωτή, τότε προκύπτει μετατροπή εισοδήματος για σκοπούς του διακριτικού Β2, ανεξάρτητα από την έλλειψη πραγματικής ροής, αφού η σύγκριση μεταξύ του ποσού του οφειλόμενου φόρου, εάν η κεφαλαιοποίηση δεν πραγματοποιείτο, με το ποσό του οφειλόμενου φόρου μετά την πραγματοποίηση της, καταδεικνύει ότι προκύπτει μετατροπή. Με βάση τα πιο πάνω, η κεφαλαιοποίηση του άτοκου δανείου σε κεφάλαιο, δωρεά, ή άλλη κατηγορία εσόδων μπορεί να εμπίπτει στο διακριτικό Β2.